20 May 2010

Prayer for the Beloved City


-->
Aeschylus, the choruses from Eumenides 921-2001 in an unidentified modern Greek translation; in English, Richmond Lattimore with small modifications; original Greek.

ΧΟΡΟΣ
. . . Έτσι προφητεύω και εύχομαι.
Ζωοδότης ο Ήλιος, να δίνει στη γη ν' αναβλύζουν αγαθά και χαρές ατελείωτα.
. . .
Χιονιάς να μη φυσήξει δεντροξηραντής - ευχή και έργο κάνω - ούτε λίβας που τα μάτια τυφλώνει των φυτών να μην περάσει προς τα δω. Κι αρρώστια των καλών καρπών να μην πέσει εδώ ποτέ. Ο Πάνας να βοσκά κοπάδια καλόγεννα και να δοξάζουν τους θεούς τα πλούτη της θείας ετούτης γης.
 . . .

Και τον άγουρο των παλικαριών το χαλασμό ξορκίζω. Μοίρες, σεις που ορίζετε,
- θεές και αδερφές μου - στις κοπέλας τις καλές δώστε να καλοπαντρευτούν,
που μπαίνετε στα σπιτικά και κάθε ώρα βρίσκεται ο ίσκιος σας παντού ο πολυτιμημένος.
. . .
Των συμφορών η Διχόνοια, εγώ η εύχομαι, ποτέ να μην ξεσπάσει στην πόλη. Μήτε εμφύλιο αίμα οργής να πιεί η γη. Και να ζητά για το χυμένο αίμα άλλο αίμα.
Τη χαρά ν' ανταποδίδουν αδερφωμένοι οι πολίτες κι από κοινού ν' αποφασίζουν.
Η συμφωνία σώζει απ' το κακό τους ανθρώπους.
 . . .

Χαίρετε και να ζείτε τις χαρές του πλούτου.
Χαίρετε πολίτες, αγαπημένοι του Δία, αγαπημένοι της αγαπητής Παλλάδας.
Και πάντα να δείχνετε φρόνηση. Όποιους προστατεύει η Παλλάδα, ο Δίας τους νοιάζεται.



-->
Chorus
So with promise of good
I speak this prayer for them
that the sun's bright magnificence shall break out wave
on wave of all the happiness
life can give, across their land
. . .
Let there blow no wind that wrecks the trees.
I pronounce words of grace.
Nor blaze of heat blind the blossoms of grown plants, nor
cross the circles of its right
place. Let no barren deadly sickness creep and kill.
Flocks fatten. Earth be kind
to them, with double fold of fruit
in time appointed for its yielding. Secret child
of dearth, the hidden wealth, bestow
blessing and surprise of gods.
. . .
Death of manhood cut down
before its prime I forbid:
girls' grace and glory find
men to live life with them.
Grant, you who have the power.
And o, steering spirits of law,
goddesses of destiny,
sisters from my mother, hear;
in all houses implicate,
in all time heavy of hand
on whom your just arrest befalls,
august among goddesses, bestow.
. . .
This my prayer: Civil War
fattening on men's ruin shall
not thunder in our city. Let
not the dry dust that drinks
the black blood of citizens
through passion for revenge
and bloodshed for bloodshed
be given our state to prey upon.
Let them render grace for grace,
Let love be their common will;
let them hate with single heart.
Much wrong in the world thereby is healed.
. . .
Xairete, xairete. High destiny shall be yours
by right. Farewell, citizens
seated near the throne of Zeus,
beloved by the maiden he loves,
civilized as years go by,
sheltered under Athene's wings,
grand in her father's sight.


-->
ΧΟΡΟΣ 
ἇι τ’ ἐγὼ κατεύχομαι
θεσπίσασα πρευμενῶς
ἐπισσύτους βίου τύχας ὀνησίμους 
γαίας ἐξαμβρῦσαι 
φαιδρὸν ἁλίου σέλας.
. . .
 δενδροπήμων δὲ μὴ πνέοι βλάβα,    
τὰν ἐμὰν χάριν λέγω, 
φλογμοὺς ὀμματοστερεῖς φυτῶν 
τὸ μὴ περᾶν ὅρον τόπων, 
μηδ’ ἄκαρπος αἰα-
νὴς ἐφερπέτω νόσος,
μῆλά τ’ εὐθενοῦντα Πὰν
ξὺν διπλοῖσιν ἐμβρύοις
τρέφοι χρόνωι τεταγμένωι· γόνος 
πλουτόχθων ἑρμαίαν
δαιμόνων δόσιν τίοι.
. . .
 
ἀνδροκμῆτας δ’ ἀώ-     
ρους ἀπεννέπω τύχας·
νεανίδων δ’ ἐπηράτων 
ἀνδροτυχεῖς βιότους δότε, κύρι’ ἔχοντες, 
θεαί τ’, ὦ Μοῖραι
ματροκασιγνῆται,
δαίμονες ὀρθονόμοι,
παντὶ δόμωι μετάκοινοι,
παντὶ χρόνωι δ’ ἐπιβριθεῖς, 
ἐνδίκοις ὁμιλίαις
πάνται τιμιώταται θεῶν.
 . . .
τὰν δ’ ἄπληστον κακῶν     
μήποτ’ ἐν πόλει Στάσιν
τᾶιδ’ ἐπεύχομαι βρέμειν, 
μηδὲ πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα πολιτᾶν 
δι’ ὀργὰν ποινὰς
ἀντιφόνους Ἄτας
ἁρπαλίσαι πόλεως,
χάρματα δ’ ἀντιδιδοῖεν
κοινοφιλεῖ διανοίαι 
καὶ στυγεῖν μιᾶι φρενί·
πολλῶν γὰρ τόδ’ ἐν βροτοῖς ἄκος.
 . . .
 <χαίρετε> χαίρετ’ ἐν αἰσιμίαισι πλούτου,   
ἴκταρ ἥμενοι Διὸς
παρθένου φίλας φίλοι,
σωφρονοῦντες ἐν χρόνωι· 
Παλλάδος δ’ ὑπὸ πτεροῖς
ὄντας ἅζεται πατήρ·

No comments:

Post a Comment

I will not publish Anonymous comments.